προσκείμενος

προσκείμενος
πρόσκειμαι
to be placed
perf part mp masc nom sg
πρόσκειμαι
to be placed
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρόσκειμαι — ΝΑ [κεῑμαι] 1. βρίσκομαι, είμαι τοποθετημένος κοντά ή πάνω σε κάποιον ή κάτι («σὺ δὲ τῇ θύρᾳ πρόσκεισο», Ομ. Ιλ.) 2. παράκειμαι, γειτονεύω, είμαι συνεχόμενος (α. «τα προσκείμενα δωμάτια» β. «πρόσκειται τῷ καλῷ ἀκρωτηρίῳ», Πολ.) νεοελλ. 1. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • συντιτρώσκω — Α 1. τραυματίζω σε πολλά συγχρόνως σημεία 2. (σχετικά με πλοία) επιφέρω σύγκρουση και, κατά συνέπεια, προξενώ ρήγματα και άλλες βλάβες («προσκείμενος ἔκοπτε τὰς ναῡς καὶ συνετίτρωσκε», Πλούτ.) 3. παθ. συντιτρώσκομαι τραυματίζομαι συγχρόνως με… …   Dictionary of Greek

  • ԱՌԸՆԹԵՐԱԿԱՅ — (ի, ից.) NBH 1 0303 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c ա. ԱՌԸՆԹԵՐԱԿԱՅ ԱՌԸՆԹԵՐԱԿԱՑ πρόσκειμενος, παρών adjacens, praesens Մերձակայ. հպաւոր. եւ Առաջիկայ, ներկայ. *Օրինակ առընթերակայից լինէր. Ագաթ.: Կորիւն.: *Սկսաւ լուանալ ʼի …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԱՌԸՆԹԵՐԱԿԱՑ — (ի, ից.) NBH 1 0303 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c ա. ԱՌԸՆԹԵՐԱԿԱՅ ԱՌԸՆԹԵՐԱԿԱՑ πρόσκειμενος, παρών adjacens, praesens Մերձակայ. հպաւոր. եւ Առաջիկայ, ներկայ. *Օրինակ առընթերակայից լինէր. Ագաթ.: Կորիւն.: *Սկսաւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”